επιμήκης

επιμήκης
-ες (ΑΝ ἐπιμήκης, -ες) [μήκος]
αυτός τού οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το πλάτος
αρχ.
1. εκτεταμένος, μεγάλος
2. (για ανάστημα) ψηλός
3. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) ἐπιμηκέστερον
για περισσότερο χρόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμήκης — longish masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐπιμήκης longish masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐπιμήκης longish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμήκης, -ης, επίμηκες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, που έχει μήκος μεγαλύτερο από το πλάτος, μακρουλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμηκέστερον — ἐπιμήκης longish adverbial comp ἐπιμήκης longish masc acc comp sg ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμήκει — ἐπιμήκης longish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιμήκης longish masc/fem/neut dat sg ἐπιμήκεϊ , ἐπιμήκης longish dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμήκη — ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιμήκης longish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιμήκης longish masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηκεστέραις — ἐπιμήκης longish fem dat comp pl ἐπιμηκεστέρᾱͅς , ἐπιμήκης longish fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηκεστέρων — ἐπιμήκης longish fem gen comp pl ἐπιμήκης longish masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηκέστατα — ἐπιμήκης longish adverbial superl ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηκέστατον — ἐπιμήκης longish masc acc superl sg ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμῆκες — ἐπιμήκης longish masc/fem voc sg ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”